Σε πολύ αδρές γραμμές, η θεωρία δεσμού οργανώνεται γύρω από τη βασική παραδοχή ότι η κεντρικότερη διάσταση της ανάπτυξης από την αρχή της ζωής του ατόμου είναι ο δεσμός προσκόλλησης (attachment) ανάμεσα σε ένα βρέφος και τα άτομα που αναλαμβάνουν να το φροντίσουν. Ο δεσμός αυτός λειτουργεί ως βασική προϋπόθεση για την επιβίωση του βρέφους αλλά και ως πρωταρχική πηγή ερεθισμάτων, ανατροφοδότησης και συναισθηματικής ρύθμισης στη βάση των οποίων θα δομηθούν οι εντυπώσεις, οι τάσεις και οι συμπεριφορές που θα συνθέσουν το σταθερό σημείο αναφοράς που ονομάζουμε εαυτό (Wallin, 2007).
H ανάδυση του εαυτού μέσα από το πλέγμα αλληλεπιδράσεων του βρέφους με το (βασικό) αντικείμενο προσκόλλησης συμβαίνει μέσα από μια σταδιακή και περίπλοκη διυποκειμενική διεργασία που περιλαμβάνει και τα δύο άτομα. Το αναπτυσσόμενο άτομο, στη σταθερή προσπάθειά του να διατηρήσει τον δεσμό με το πρόσωπο προσκόλλησης (καθώς από αυτό εξαρτάται η επιβίωσή του), συλλέγει (με σωματικό, προστοχαστικό τρόπο) ένα πλήθος πληροφοριών σχετικά με την αποκρισιμότητά του προσώπου αυτού στις ανάγκες και διαθέσεις του και κατόπιν τροποποιεί (και πάλι ενστικτωδώς) τη συμπεριφορά και το συναίσθημά του ώστε ο δεσμός να παραμείνει όσο το δυνατό πιο κοντινός και ενεργός (Connors, 2011). Η τροποποίηση αυτή μπορεί να σημαίνει την ανάπτυξη «στρατηγικών» απενεργοποίησης ή υπερενεργοποίησης των συναισθηματικών αντιδράσεων, δηλαδή μιας τάσης είτε το παιδί να αποφεύγει την έκφραση συναισθήματος είτε να την επενδύει με μεγάλη ένταση προκειμένου να προσελκύσει τη φροντίδα. Αυτές οι πρώιμες εμπειρίες σταδιακά εμπεδώνονται (μέσω της επανάληψης και της ανατροφοδότησης) ώστε δημιουργούν σταθερά πρότυπα, τα οποία λειτουργούν ως «εσωτερικά ενεργά μοντέλα» συναισθηματικής απόκρισης που παγιώνονται με το χρόνο και επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τον εαυτό του μέσα σε αυτόν (Connors, 2011). Αν οι φροντιστές παρέχουν μια σταθερή, συνεπή και συναισθηματικά συντονισμένη παρουσία στο αναπτυσσόμενο άτομο, τότε αυτό μπορεί να δομήσει ένα ασφαλές μοτίβο σχετίζεσθαι, ενώ σε διαφορετική περίπτωση η σχέση με τους φροντιστές μπορεί να βιωθεί ως ασταθής ή αναξιόπιστη, δημιουργώντας τύπους δεσμού που χαρακτηρίζονται ως ανασφαλείς.
Οι άνθρωποι που έρχονται στη θεραπεία πράγματι πολύ συχνά φέρουν διασχεσιακά πρότυπα που προκύπτουν από ανασφαλείς τύπους δεσμού στη διάρκεια της ανάπτυξής τους. Συνήθως τα άτομα αυτά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις δυνατότητές τους να βιώσουν και να εκφράσουν συναισθήματα, να σκεφτούν και να σχετιστούν που προκύπτουν από την ανεπαρκή δόμηση του εαυτού στο πλαίσιο αυτών των ανασφαλών δεσμών (Wallin, 2007). Η θεραπεία μπορεί να αποτελέσει μια «επανορθωτική εμπειρία» ως προς αυτό το έλλειμμα, δηλαδή ένα πρότυπο ασφαλούς δεσμού μέσα στον οποίο το άτομο θα μπορέσει να στοχαστεί τα βιώματά του από μια ενήλικη προοπτική, να ανασυνθέσει τις προσωπικές του αφηγήσεις και να αναπτύξει τον εσωτερικό μονόλογο που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ως παιδί (Holmes, 1997). Αυτό καθίσταται δυνατό γιατί η ψυχοθεραπευτική σχέση διαθέτει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά που εντοπίζονται στις πρώιμες βρεφικές προσκολλήσεις. Συγκεκριμένα, ο Mallinkrodt (2010) αναφέρει πως η θεραπευτική σχέση όπως και μια σχέση προσκόλλησης χαρακτηρίζεται από αναζήτηση εγγύτητας, δίνει μια αίσθηση ασύλου αλλά και ασφαλούς βάσης για εξερεύνηση, εγείρει αισθήματα άγχους σε στιγμές αποχωρισμού και τέλος προϋποθέτει την αντίληψη του αντικειμένου προσκόλλησης ως ισχυρότερου ή σοφότερου. Στα πλαίσια αυτού του νέου δεσμού, ο θεραπευτής μπορεί να παρέχει στο θεραπευόμενο την εμπειρία του «κρατήματος» που χρειάζεται προκειμένου να μάθει νέους τρόπους συνδιαλλαγής με τον εαυτό και συναισθηματικής ρύθμισης. Αυτό φυσικά προϋποθέτει τη συνεπή, συνεργατική και συναισθηματικά συντονισμένη επικοινωνία ανάμεσα στα δύο μέλη της θεραπευτικής σχέσης και την ικανότητα του θεραπευτή να κατανοεί την εμπειρία του θεραπευόμενου στο σύνολό της, να εκκινεί διαδικασίες επανόρθωσης όταν η σχέση διαταράσσεται, να στηρίζει τις αναδυόμενες δυνατότητες επικοινωνίας και να θέτει αποτελεσματικά όρια (Wallin, 2007).
Η θεωρία δεσμού παρέχει πολύ σημαντικές ιδέες και κατευθύνσεις για την κατανόηση σχεσιακών φαινομένων, μεταθέτοντας την κατανόηση των δυσλειτουργικών συμπεριφορών από το επίπεδο του χαρακτήρα στο επίπεδο της διασχεσιακής ιστορικότητας, ελαφραίνοντας έτσι το άτομο από βάρος και το στίγμα της ψυχοπαθολογίας. Ωστόσο η κεντρική θέση που αποδίδεται στο ρόλο των πρώιμων μορφών προσκόλλησης ενέχει τον κίνδυνο να μετατεθεί αυτό το βάρος αυτούσιο στις φιγούρες αυτές. Ένα βρέφος, ένα νήπιο, ένα παιδί που δεν έχει αναπτύξει ακόμα τις γνωστικές και συναισθηματικές δυνάμεις που θα το βοηθήσουν να κάνει ανεξάρτητες επιλογές ή κρίσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για τον τρόπο με τον οποίο έμαθε να δομεί τον κόσμο και τον εαυτό του μέσα σε αυτόν. Αντίθετα, ένα ενήλικο άτομο μπορεί και πρέπει να αναλάβει αυτή την ευθύνη, πολύ περισσότερο δε όταν το άτομο αυτό είναι «γονέας», με όλες τις κοινωνικές αναπαραστάσεις και απαιτήσεις που φέρει αυτός ο ρόλος. Ο γονέας κινδυνεύει να θεωρηθεί απόλυτος αυτουργός όλης της δυστυχίας ενός ατόμου, σε όποια φάση της ζωής κι αν βρίσκεται αυτό.
Μια τέτοια στάση ωστόσο μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα βοηθητική θεραπευτικά. Η εναπόθεση ευθυνών στους φροντιστές του θεραπευόμενου ατόμου μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να το απαλλάξει από αισθήματα ενοχής και ντροπής σε σχέση με την αυτοβιογραφία του, όμως είναι αμφίβολο κατά πόσο το βοηθάει να κινηθεί προς το μέλλον. Η ψυχοθεραπεία εξάλλου, όπως θυμίζει η Γεωργαντά (2022) αφορά την ελεύθερη επιλογή μιας νέας αφήγησης για το άτομο, τη διερεύνηση και ανάλυση της ιστορίας του όχι με την πρόθεση να απαλλαγεί από ευθύνες που το βαραίνουν αλλά με στόχο τη συνειδητή ανάληψη των ευθυνών που πράγματι του αναλογούν και το αφορούν στο μέλλον. Το παρελθόν, όπως εύστοχα σημειώνει η Κατάκη (1995) μας καθορίζει αλλά δε μας καταδικάζει.
Βιβλιογραφία
Κατάκη, Χ. (1995). Το μωβ υγρό. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Λεμπέσης, Ε. (2019). Ανοίξτε τα τεφτέρια σας [τραγούδι]. Στο Ψαρόσουπα του Γιώργου Λεμπέση. MLK.
Connors, M.E. (2011). Attachment theory: A “secure base” for psychotherapy integration. Journal of Psychotherapy Integration, 21(3), 348-362.
Georganda, E. (2022). Becoming: An existential-developmental understanding of human dilemmas and existential psychotherapy. Existential Analysis, 33(2), 309-323.
Holmes, J. (1997). Attachment, autonomy, intimacy: Some clinical implications of attachment theory. British Journal of Medical Psychology, 70, 231-248.
Mallinckrodt, B. (2010), The psychotherapy relationship as attachment: Evidence and implications. Journal of Social and Personal Relationships, 27(2), 262-270, doi: 10.1177/0265407509360905.
Wallin, D.J. (2007). Attachment in psychotherapy. The Guilford Press.