Όταν βιώνουμε μια απώλεια, τις περισσότερες φορές μπορούμε εύκολα να ονομάσουμε το χαμένο αντικείμενο, να το αναπολήσουμε και να το πενθήσουμε, έχοντας συνήθως στο πλευρό μας τους κοντινούς μας ανθρώπους που, ακόμα κι αν δεν ξέρουν πώς να μας βοηθήσουν, μπορούν πάνω-κάτω να καταλάβουν τι μας συμβαίνει. Υπάρχει ωστόσο μια απώλεια που δύσκολα γίνεται κατανοητή, επειδή αυτό που χάσαμε σχεδόν δεν υπήρξε ποτέ: η απώλεια μιας εγκυμοσύνης.
Το περιγεννητικό πένθος μπο Ως αποβολή ορίζεται η αυτόματη διακοπή μιας εγκυμοσύνης πριν την εικοστή εβδομάδα της κύησης (στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους συμβαίνουν μέχρι τη 12η εβδομάδα) και πρόκειται για ένα φαινόμενο πολύ πιο κοινό απ’ όσο πιστεύουμε. Περίπου το 15% όλων των κλινικά διαγνωσμένων κυήσεων καταλήγουν σε αποβολή, όμως υπάρχουν πολύ περισσότερες εγκυμοσύνες που αποτυγχάνουν πριν καν γίνουν αντιληπτές. Τελικά, μόλις το 30% των συλλήψεων καταλήγει σε μια υγιή γέννα.
Αν και η αντίδραση σε μια αποβολή επηρεάζεται από μια σειρά από καθοριστικούς παράγοντες (ιδιοσυγκρασιακούς, περιστασιακούς, κοινωνικούς, ψυχολογικούς), Η απώλεια μιας εγκυμοσύνης αποτελεί κατά κανόνα αποτελεί ένα τραυματικό γεγονός. Ειδικά στις περιπτώσεις καθ’ έξιν αποβολών, δηλαδή όταν μιλάμε για περισσότερες από δύο συνεχόμενες αποτυχημένες κυήσεις, η συναισθηματική αντίδραση μπορεί να είναι συγκλονιστική και να έχει μακρόχρονο και σημαντικό αντίκτυπο στη γυναίκα, το ζευγάρι και την οικογένεια.
Τα συναισθήματα που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της περιγεννητικής περιπέτειας είναι έντονα και δύσκολα και προσομοιάζουν με οποιοδήποτε άλλο πένθος, μπορεί να έχουν όμως μια ιδιαίτερη χροιά εξαιτίας της ιδιαίτερης φύσης αυτού που χάθηκε.
Η γυναίκα μπορεί να κατακλύζεται από θυμό, χωρίς να ξέρει πάντοτε με ποιον θα πρέπει να θυμώσει. Μπορεί να ξεσπάσει στο γιατρό της, το σύζυγό της ή την οικογένεια της, ενώ μπορεί να έχει οργισμένες αντιδράσεις σε περιπτώσεις που υπό άλλες συνθήκες δεν θα την επηρέαζαν ιδιαίτερα. Το πιο πιθανό βέβαια, είναι να θυμώσει με τον εαυτό της. Τα συναισθήματα ενοχής εξάλλου είναι ο κανόνας σε αυτή την περίπτωση. Η γυναίκα κατηγορεί τον εαυτό της για την “αποτυχία”, πιστεύει πως ευθύνεται η ίδια για ό,τι της συνέβη και μπορεί να αισθάνεται κακή, ελλιπής, ανάξια ή άχρηστη. Πολύ συχνά νιώθει έντονη θλίψη , που μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους: μπορεί να ξεσπάει συχνά σε κλάματα ή να περνάει μεγάλες περιόδους σιωπής, να κλείνεται στον εαυτό της και να κάνει απαισιόδοξες ή και αυτοκαταστροφικές σκέψεις. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να κάνει κάποια απόπειρα αυτοτραυματισμού ή και αυτοκτονίας. Συχνά, νιώθει έντονο άγχος ή φόβο, ακόμα κι αν η δεν μπορεί να προσδιορίσει τι ακριβώς την αγχώνει. Μπορεί τέλος να αισθάνεται έντονη κούραση χωρίς εμφανή λόγο, να δυσκολεύεται στη συγκέντρωση, ή να χάσει την όρεξή της για πράγματα που της έδιναν χαρά. Όπως είναι κατανοητό, η κοινωνική συμπεριφορά της γυναίκας είναι πιθανό να επηρεαστεί αισθητά. Κατά τη διάρκεια του πένθους μπορεί να αποφεύγει τις κοινωνικές δραστηριότητες και τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, ιδιαίτερα όταν περιλαμβάνουν παιδιά και μητέρες.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η περίοδος μετά από μια αποβολή μπορεί να έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σοβαρής ψυχολογικής πάθησης όπως η κατάθλιψη, η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή ή η διαταραχή μετατραυματικού στρες. Κάποιες έρευνες μάλιστα δείχνουν ότι αυτή η περίοδος μπορεί να διαρκέσει μέχρι και τρία χρόνια ή και περισσότερο, ενώ οι γυναίκες που έχουν βιώσει μία ή περισσότερες αποβολές είναι πιθανότερο να εμφανίσουν επιλόχειο κατάθλιψη όταν τελικά καταφέρουν να γεννήσουν. Τα συμπτώματα αυτά, όσο επώδυνα κι αν είναι, δεν πρέπει να θεωρούνται υπερβολικά, άκαιρα ή νοσηρά – πρόκειται για φυσιολογικές αντιδράσεις στην απώλεια που βιώνει η γυναίκα, ενισχυμένες από τις επίπονες ορμονικές αλλαγές που επισυμβαίνουν στο σώμα της.
Φυσικά θα ήταν μεγάλο λάθος να υποθέσουμε πως μια τόσο έντονη ψυχολογικά εμπειρία αφορά μόνο την γυναίκα που έχασε την εγκυμοσύνη. Αντίθετα, η ψυχολογική επιβάρυνση αφορά άμεσα όλο το περιβάλλον της – το σύντροφό της, την πατρική της οικογένεια ή ακόμα και το κοινωνικό της περιβάλλον. Η σεξουαλική ζωή του ζευγαριού αλλάζει, η εμπιστοσύνη κλονίζεται, η αλληλοστήριξη δοκιμάζεται, τα παλιά οικογενειακά ζητήματα ή οι προβληματικές δυναμικές αναδύονται, τα πάντα ανακινούνται και αλλάζουν από το ωστικό κύμα του πένθους που σαρώνει το οικογενειακό σύστημα. Έτσι, η περίοδος που ακολουθεί μια αποβολή μπορεί να επιφέρει πολύ περισσότερες δυσκολίες και μεταβολές από αυτές που πιθανώς να περιμένουμε αρχικά.
Παρόλο όμως που η εμπειρία της αποτυχημένης εγκυμοσύνης μπορεί να είναι εξαιρετικά επίπονη για όλους τους εμπλεκόμενους, δεν τυγχάνει πάντοτε εξίσου σοβαρής αντιμετώπισης. Ένας από τους λόγους είναι ότι οι γυναίκες διστάζουν να μοιραστούν τα συναισθήματα και τις εμπειρίες τους σχετικά με το θέμα. Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή στην κοινωνία μας η γονιμότητα έχει αναχθεί σε απόλυτο ιδανικό κι έτσι οι δυσκολίες σε αυτόν τον τομέα θεωρούνται συχνά ταμπού, επισύρουν στίγμα ή προξενούν ντροπή στη γυναίκα.
Ένας άλλος παράγοντας είναι το ιδιαίτερο είδος της απώλειας: Το έμβρυο που χάθηκε δεν αντιμετωπίζεται πάντα ως υπαρκτό αντικείμενο καθώς η γυναίκα δεν έχει αποκτήσει μαζί του τις εμπειρίες που συνήθως στοιχειοθετούν έναν ισχυρό δεσμό. Έτσι, η σύνδεση με το έμβρυο συχνά παραγνωρίζεται και το περιβάλλον μπορεί να μην κατανοεί το πένθος. Ωστόσο ο συναισθηματικος δεσμός ανάμεσα στη γυναίκα και το έμβρυο είναι υπαρκτός από τις πρώτες κιόλας μέρες της κύησης. Επιπλέον, μετά από μια αποβολή η γυναίκα δεν πενθεί μόνο το χαμένο έμβρυο αλλά και την αναδυόμενη ταυτότητά της ως μητέρας, τις φαντασιώσεις της σχετικά με τη μητρότητα, ή ακόμα και την ελπίδα ότι θα αποκτήσει κάποτε ένα μωρό.
Η αντιμετώπιση της οικογένειας από το ιατρικό σύστημα πολλές φορές μπορεί να επιδεινώσει αντί να βοηθήσει τα αισθήματα μοναξιάς και εγκατάλειψης που νιώθει η γυναίκα. Στις μέρες μας η επιστήμη μπορεί να βοηθήσει ζευγάρια που δυσκολεύονται να κυοφορήσουν μέσα από τις επιλογές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που παρέχει. Ωστόσο αυτή η δυνατότητα πολλές φορές δημιουργεί επιπλέον άγχος και επιβάρυνση στους επίδοξους γονείς, καθώς πρόκειται για μια ψυχολογικά επίπονη και ιδιαίτερα δαπανηρή διαδικασία με αβέβαιη διάρκεια και αποτελέσματα. Επιπλέον, οι δυνατότητες της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μπορεί να λειτουργήσουν σαν ένας έμμεσος τρόπος να αποφύγουμε τον ψυχικό πόνο και το πένθος εστιάζοντας σε μια λύση που μπορεί να μοιάζει με πανάκεια ενώ δεν είναι.
Ποιά είναι λοιπόν η κατάλληλη αντιμετώπιση μιας τόσο περίπλοκης και επώδυνης κατάστασης; Όπως και με τις περισσότερες περιπτώσεις ψυχικού πόνου, προέχει να προσφέρουμε χώρο, χρόνο και κατανόηση πριν αρχίσουμε να προσφέρουμε λύσεις. Αν θέλουμε να βοηθήσουμε τη γυναίκα που πενθεί και το σύστημά της, οφείλουμε να ακούσουμε και να αντέξουμε τα δύσκολα συναισθήματα και τις παράλογες σκέψεις που μπορεί να εκφράσουν. Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το θέμα με ειλικρίνεια και ψυχραιμία, χωρίς φόβο και χωρίς την απαίτηση για μια γρήγορη επαναφορά στη λειτουργικότητα και την υγεία.
Και φυσικά, οφείλουμε στον εαυτό μας ή στους αγαπημένους μας να αναζητήσουμε τη βοήθεια που έχουμε ανάγκη.