Η υπαρξιακή αντιμετώπιση σωματικών παθών όπως οι εθισμοί ή οι σεξουαλικές διαταραχές συνίσταται στην απόπειρα να κατανοήσουμε πώς ακριβώς το πάσχον άτομο υπάρχει, πώς είναι-μέσα-στον κόσμο, και πώς το «πάθος» του επηρεάζει, ορίζει ή στρεβλώνει την ύπαρξή του.
Αρχικά, καθώς η ύπαρξη είναι αναγκαστικά ενσώματη, η παρατήρηση μπορεί να ξεκινήσει από το ίδιο το πάσχον σώμα: σε τι βαθμό το πάσχον άτομο βιώνει το σώμα του ως μια ανοιχτή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο άτομο και τον κόσμο (Kemp, 2009), και σε τι βαθμό περιορίζεται στην αντικειμενοποιημένη μορφή του, δηλαδή ως ένα σώμα-αντικείμενο το οποίο δίνεται στο άτομο (και στους άλλους) προς παρατήρηση, σχολιασμό ή χειρισμό; Σύμφωνα με τον Boss (1975, σε Kemp, 2009), οφείλουμε να κατανοήσουμε την παθολογία στο μέτρο που περιορίζει την ελευθερία του ατόμου να «σωμάται εμπρός», δηλαδή να βιώνει τον κόσμο με τον πληρέστερο τρόπο που του επιτρέπει η φυσιολογία του. Το άτομο είναι υγιές στο μέτρο που παραμένει ανοιχτό προς τον κόσμο και η προθετικότητά του στρέφεται έξω από αυτό, ενώ αντίθετα νοσεί στο μέτρο που η ελευθερία του περιορίζεται και οι δυνατότητές του να αλληλεπιδρά με τον κόσμο λιγοστεύουν. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Kemp (2009), το σώμα του εθισμού είναι ένα σώμα κλεισμένο στο σώμα του, ένα σώμα αντικείμενο του εαυτού του, αυτοαναφορικό και κλειστό προς τον κόσμο. Η αποφυγή του πόνου και η αναζήτηση της απόλαυσης, οι σωματικές αισθήσεις, γίνονται για το εθισμένο άτομο αυτοσκοπός καθώς το σώμα εισβάλλει στη συνείδησή του και την κατακλύζει, αποφεύγοντας τις προθετικές διαφυγές προς έναν κόσμο γεμάτο με πιθανές πηγές νοήματος. Αντίστοιχα το σώμα των σεξουαλικών διαταραχών μπορεί να γίνει αντιληπτό σαν ένα σώμα κλειστό προς τον Άλλο, ένα σώμα του οποίου οι δυνατότητες ανοίγματος προς τον κόσμο έχουν διαταραχθεί εξαιτίας ποικίλων παραγόντων, με αποτέλεσμα το άτομο να δυσκολεύεται να απολαύσει τη σεξουαλικότητά του και να μετέχει σε αυτή ως βιούμενο και όχι αντικειμενοποιημένο σώμα (Pangallo, 2022).
Καθώς το σώμα δημιουργεί τον κόσμο στη σχέση του μαζί του, όπως υπαινίσσεται ο Merleau-Ponty (2005), ο κόσμος καθίσταται ιδιόκοσμος, δηλαδή αποτελεί μέρος και έκφραση της μοναδικής εμπειρίας του κάθε ατόμου. Έτσι, δουλεύοντας υπαρξιακά, διερωτόμαστε για τον κόσμο του υποφέροντος ατόμου σαν να επρόκειτο για ένα μέρος πρωτόγνωρο και ξέχωρο από τον κόσμο στον οποίο ζούμε εμείς. Πόσο πλούσιος, κινητικός, ανοιχτός, διαλλακτικός, πολυποίκιλος, χρωματιστός ή νοηματογόνος είναι ο κόσμος που βιώνει το άτομο; Τι είδους πράγματα τον γεμίζουν και τι είδους όντα τον κατοικούν; Και πώς σχετίζεται ο κόσμος του ατόμου με το πάθος του; Για παράδειγμα, ο Kemp (2011) υποστηρίζει πως ο κόσμος του εθισμού είναι ένας κόσμος ασφυκτικά περιορισμένος και ως εκ τούτου η διεύρυνσή του αποτελεί καίριο στοιχείο της αποκατάστασης στην υγεία. Αντίστοιχα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ο κόσμος των σεξουαλικών διαταραχών είναι ένας κόσμος όπου ο Άλλος μπορεί να βιώνεται ως φορέας πόνου, αγωνίας ή στρες – και έτσι η αποκατάσταση του βιώματος του Άλλου ως απολαυστικού ετέρου μπορεί να αποτελεί κομμάτι της θεραπείας.
Το σημαντικό εδώ είναι πως, αντιμετωπίζοντας τον εθισμό και τις σεξουαλικές διαταραχές υπό το πρίσμα του υπαρξισμού και μεταθέτοντας έτσι το ενδιαφέρον μας στις οντολογικές διαστάσεις του ενσώματου (embodiment) και της εκκοσμίκευσης (worlding), ανοίγουμε τη θεραπευτική πρακτική σε οδούς που υπερβαίνουν τους διαγνωστικούς διαχωρισμούς και επιστρέφουν στο άτομο ως μοναδικό φορέα του νοήματος της κατάστασής του και των δυνατοτήτων του.Μια υπαρξιακή οπτική δεν αφορά μόνο στο θεραπευόμενο αλλά εμπεριέχει και το θεραπευτή: και αυτός είναι ένα πρόσωπο που βιώνει ενσώματα και δομεί τον κόσμο του και μόνο ως τέτοιο έρχεται να συναντήσει το υποφέρον άτομο που έρχεται για βοήθεια. Αν όμως ο θεραπευτής είναι πρώτα και κύρια ένα πρόσωπο, ή ίσως ένας (ιδιό)κοσμος και όχι ο φορέας μιας ασφαλούς γνώσης ή θεραπείας όπως στο βιοϊατρικό μοντέλο, τότε πώς μπορεί να έχει μια αντικειμενική αντιμετώπιση απέναντι στο θεραπευόμενο; Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί, ή τουλάχιστον όχι εντελώς. Αντ’ αυτού φέρει τις δικές του αναπαραστάσεις και ιδέες καθώς και την κληρονομιά του πολιτισμικού του πλαισίου, δημιουργώντας έτσι μια σύνθεση ιδεών, προκαταλήψεων και εσωτερικευμένων μύθων τόσο προσωπικών όσο και συλλογικών. Κάποιοι από τους μύθους αυτούς μπορεί να είναι κατάλοιπα των ηθικολογικών αντιλήψεων που συνέδεαν το προσωπικό υποφέρειν με ελαττώματα στο ηθικό/ψυχολογικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα η γενικευμένη πεποίθηση πως οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα εθισμού είναι άκρατα ηδονιστές, αδύναμοι ψυχικά, με ροπή προς την παραβατικότητα (Brener et al., 2010). Κάποιοι άλλοι μπορεί να σχετίζονται με το ιατρικό μοντέλο, που ενώ σηματοδότησε μια πρόοδο σε σχέση με το στίγμα των ψυχολογικών καταστάσεων, δημιούργησε αντιλήψεις που μπορεί να αποβούν ιδιαίτερα περιοριστικές, όπως ότι ο εθισμός (ή/και οι σεξουαλικές διαταραχές) εδράζονται αποκλειστικά στο σώμα, ότι μπορούν να αντιμετωπιστούν με μονομερείς θεραπείες ή ότι το άτομο πάντα θα καταλήγει δέσμιο της βιολογικής του μοίρας (Smith-Pickard, 2004). Η ύπαρξη ορισμένων προκαταλήψεων στα θέματα που εξετάζουμε είναι βέβαια μια λογική και σε μεγάλο βαθμό αναπόφευκτη πραγματικότητα. Στο επίπεδο που τα φαινόμενα (ψυχολογικά, κοινωνικά, πολιτικά κλπ.) οργανώνονται σε κατηγορίες, η ίδια η πράξη της κατηγοριοποίησης προϋποθέτει τον εντοπισμό, την ανάδειξη ή ορισμένες φορές την κατασκευή ομοιοτήτων που είναι αναγκαίες προκειμένου να δομηθούν τα διάφορα υποσύνολα και τελικά αποκρυσταλλώνονται σε αναπαραστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο ακριβείς, οι οποίες όμως πάντα διαστρεβλώνουν το μερικό προκειμένου να χωρίς στο γενικό (Lepore & Brown, 1997). Η προσέγγιση του ατόμου ως τέτοιου (ως μη-αναγνώγιμης μερικότητας δηλαδή) που προϋποθέτει η υπαρξιακή στάση, μπορεί να μας προστατεύσει σε ένα βαθμό από αυτές τις στρεβλώσεις. Παρόλα αυτά, δεν είναι δυνατό να τις αφαιρέσει εντελώς – και αυτό επειδή οι προκαταλήψεις δεν έχουν να κάνουν μόνο με νοητικά σχήματα που εύκολα μπορούν να γίνουν αντικείμενα κριτικής και αμφισβήτησης, αλλά και με συναισθηματικές τάσεις, αξιακές επιλογές, βαθύτερες ανάγκες και βιώματα των υποκειμένων της συνάντησης. Προσεγγίζω υπαρξιακά, σημαίνει να είμαι ενήμερος αυτών των προσωπικών (σ)τάσεων.
Βιβλιογραφία
Brener, L., von Hipel, W., von Hipel, C., Resnick, I., & Treloar, C. (2010). Perceptions of discriminatory treatment by staff as predictors of drug treatment completion: utility of a mixed methods approach. Drug Alcohol Review, 29(5), 491-497. doi: 10.1111/j.1465-3362.2010.00173.x.
Kemp, R. (2009). The Lived-Body of Drug Addiction. Existential Analysis, 20(1), 120-132.
Kemp, R. (2011). The Worlding of Addiction. Humanistic Psychologist, 39, 338-347.
Lepore, L., & Brown, R. (1997). Category and Stereotype Activation: Is Prejudice Inevitable? Journal of Personality and Social Psychology, 72(2), 275-287.
Merleau-Ponty, M. (2005). Phenomenology of perception. Routledge.
Pangallo, M. (2022). Sex and Embodiment. SHIPS. https://www.shipspsychology.com.au/blog/sex-and-embodiment
Smith-Pickard, P. (2004). The Locus of Addiction. Existential Analysis, 15(1), 55-72.